- ὀπισθοκάρπιος
- ὀπισθο-κάρπιος, ον,A bearing its fruit behind (instead of above) the leaves, like some fig-trees, Thphr.CP5.2.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπισθοκάρπιος — ὀπισθοκάρπιος, ον (Α) (για μερικά είδη συκιάς) αυτός που φέρει τον καρπό πίσω από τα φύλλα και όχι πάνω από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + καρπός] … Dictionary of Greek
ὀπισθοκάρπιον — ὀπισθοκάρπιος bearing its fruit behind masc/fem acc sg ὀπισθοκάρπιος bearing its fruit behind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek